συνδιαβιβάζω

συνδιαβιβάζω
Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαβιβάζειν — συνδιαβιβάζω carry through pres inf act (attic epic) συνδιαβιβάζω carry through pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιεβίβαζεν — συνδιαβιβάζω carry through imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαβιβάσαι — συνδιαβιβά̱σᾱͅ , συνδιαβιβάζω carry through fut part act fem dat sg (doric) συνδιαβιβά̱σᾱͅ , συνδιαβιβάζω carry through fut part act fem dat sg (attic doric) συνδιαβιβάζω carry through aor inf act συνδιαβιβάσαῑ , συνδιαβιβάζω carry through aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”